νευροκράνιο

νευροκράνιο
το
ανατ. το ένα από τα δύο τμήματα στα οποία διακρίνεται το κρανίο και στο οποίο περιέχεται ο εγκέφαλος με την παρεγκεφαλίδα και τον προμήκη μυελό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurocranium < νευρ(ο)-* + κρανίο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νευρ(ο)- — α συνθετικό πολλών επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής που προέρχονται από το ουσ. νεύρο και εισήχθησαν στην Ελληνική ως αντιδάνεια από την ξεν. ορολογία (νευρομυελίτιδα, πρβλ. αγγλ. neuromyelitis νευροτομία, πρβλ. αγγλ. neurotomy… …   Dictionary of Greek

  • σκληροτόμος — ο, Ν βιολ. μεσοδερμικό εσωτερικό τμήμα τών σωμιτών στο έμβρυο τών σπονδυλοζώων, από το οποίο προκύπτει ο χόνδρος και σε ορισμένα από αυτά ο αξονικός σκελετός, δηλαδή το νευροκράνιο και η σπονδυλική στήλη, και η σκληρά μήνιγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια …   Dictionary of Greek

  • υοστυλία — η, Ν ζωολ. τρόπος ένωσης τού γναθικού τόξου στο νευροκράνιο τών σύγχρονων σελαχίων και τών οστεοϊχθύων, τρόπος στον οποίο το υογναθικό οστό παίζει σημαντικό ρόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hyostylie (< υο [ειδής] + στύλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”